Αναρτήθηκε από: vlassisn | 17/11/2013

«Το κορίτσι με το φλάουτο», Μερόπη Σπυροπούλου

Γράφει ο: Χρήστος Μακρόπουλος.

b151533

Απόγευμα Σεπτεμβρίου, ζέστη και υγρασία αποπνικτική. Το ιατρικό μου ραντεβού ήταν για τις 6 (ήδη κοιτούσα την ώρα ανήσυχος, με ορατό πλέον το ενδεχόμενο καθυστέρησης), και είχα την τύχη να είμαι εις εκ των δεκάδων επιβατών που μοιράζονταν στιγμές ασυνήθους για αγνώστους οικειότητας, συνωθούμενοι σαρδεληδόν σ’ εκείνο το λεωφορείο που ανέβαινε γογγύζοντας την Κηφισίας. Αγωνιζόμουν να αποδιώξω το γνώριμο όσο και απεχθές εκείνο συναίσθημα που πολιορκούσε το νου μου – αυτό που συνήθως έρχεται και επικάθεται μέσα μου πριν από κάποιο ιατρικό ραντεβού του οποίου την έκβαση αδυνατείς να προδικάσεις, και που, για τον λόγο αυτό, υπαγορεύει επίμονα ως αναπόφευκτη – αλίμονο!- κατάληξη, το χειρότερο δυνατό σενάριο. Μάταιος κόπος. Στην τεχνική του «στρέφειν αλλού την σκέψη» υπήρξα πάντα ανίδεος, και οι επιδόσεις μου στο εν λόγω σπορ κινούνταν με συνέπεια στα όρια του μηδενός. Είπα να ακούσω λίγη μουσική, και κατάφερα -όχι δίχως κόπο μέσα στο στριμωξίδι- να ξετρυπώσω τα ακουστικά από την τσέπη μου.

Ανοίγοντας το ραδιόφωνο, έπεσα σε μια άγνωστη γυναικεία φωνή, λίγο αργή και κάπως βαρετή, που θα μας διάβαζε, λέει, κάποιο διήγημά της με τίτλο, «το κορίτσι με το φλάουτο». «Δεν είμαι τώρα για γλυκανάλατα ακούσματα», σκέφτηκα και έκανα να αλλάξω συχνότητα. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη το κρίσιμο εκείνο δευτερόλεπτο – και είναι κρίμα που αδυνατώ να προσδιορίσω λεκτικά το κρισιμότερο ίσως momentum της αφήγησής μου. Γεγονός πάντως είναι πως έμεινα εν τέλει πιστός στην άγνωστή μου φωνή, και άκουσα μέχρι τέλους το διήγημα.

Με το τέλος του διηγήματος και μαζί της εκπομπής, είχα μάθει πως κάτοχος της περί ης ο λόγος φωνής ήταν κάποια Μερόπη Σπυροπούλου, το δε αφήγημα με τίτλο «το κορίτσι με το φλάουτο» ήταν ο τίτλος ενός ομώνυμου βιβλίου διηγημάτων της ιδίας.

Η ιστορία έμοιαζε (και μάλλον ήταν) αληθινή, και ήρθε, την μίζερη εκείνη ώρα, να απαλύνει την ένταση των σκέψεων, σκορπώντας λίγο φως στα σκοτάδια και τις συννεφιές.  Θέμα του (μεταξύ άλλων) ήταν η αρρώστια, τα αναπάντητα ερωτήματα που την συνοδεύουν, και το πλεούμενο που ίσως μπορεί, μόνο αυτό, να διέλθει τον ωκεανό του πόνου – η πίστη. Το διήγημα έβγαζε αυθεντικότητα, ακινητοποιούσε μια στιγμή καθημερινής αλήθειας – από αυτές που διαρκούν όσο ένα φευγαλέο βλέμμα και μετά βυθίζονται ανερμήνευτες μέσα σε έναν λοφίσκο κόκκων, εκεί στον πάτο της κλεψύδρας. Το κείμενο δεν ήταν ιδεολογικά στρατευμένο, δεν σου επιβαλλόταν με αναγκαστικές πεποιθήσεις ή θεωρήσεις. Έλεγε απλώς την ιστορία του – και την έλεγε όμορφα.

Έψαξα και βρήκα τα διηγήματα της Σπυροπούλου. Έχοντας ακούσει την ίδια τη συγγραφέα να διαβάζει το κείμενό της, μπόρεσα να διαβάσω τα υπόλοιπα διηγήματα με το ηχόχρωμα της φωνής της στα αυτιά μου, σαν να μου τα διάβαζε. Αυτό έχει σημασία, γιατί το χρώμα της φωνής του αφηγητή είναι μοναδικό όσο και το αφήγημά του: στην συνάντηση των δύο, ο αναγνώστης έχει κερδίσει σε αληθινότητα και αυθεντικότητα έκφρασης. Όπως ένας συνθέτης που ερμηνεύει κάποιο δικό του έργο.

Τα διηγήματα της Μερόπης Σπυροπούλου είναι απλά και απροσποίητα. Δεν συνιστούν «υψηλή λογοτεχνία», δεν προσπαθούν να κρύψουν εντέχνως τον κομπασμό μιας αυτοαναφορικής εκφραστικής δεινότητας. Λένε με γλαφυρότητα και ευθύτητα αυτό που έχουν να πουν. Μεταφέρουν με λιτά εκφραστικά μέσα στιγμές της καθημερινότητας που έχουν καρδιακές προεκτάσεις για όποιον έχει την ευαισθησία να τις αφουγκραστεί. Και πάλι, δεν έχω κατά νου τίποτε «υψηλές» προεκτάσεις: την ανθρωπιά και την καρδιά κινητοποιούν και θερμαίνουν τα διηγήματα, αυτές εννοώ. Τα διαβάζεις, γλυκαίνεις τον εσωτερικό σου κόσμο, κι’ ύστερα κλείνεις το βιβλίο και επιστρέφεις στην πραγματικότητα του εαυτού και του κόσμου σου. Έτσι απλά.

Αν μένει κάτι, αυτό είναι η ήσυχη μουσική υπόκρουση ενός φλάουτου – όπως αυτό που έπαιζε την ώρα του δείπνου το ξανθό κορίτσι του διηγήματος: ενός ήχου που δεν αξιώνει να ακουστεί, αλλά που του αρκεί να μένει διακριτικά στον φόντο, ντύνοντας με χρώμα και χάρη την νύχτα.

Μερόπη Σπυροπούλου, «Το κορίτσι με το φλάουτο» Διηγήματα, Εκδόσεις των Φίλων, 2008 (σελ. 129)


Σχολιάστε

Kατηγορίες